- μυκητοειδής
- -ές1. αυτός που μοιάζει με μύκητα («μυκητοειδείς θηλές τής γλώσσας»)2. ιατρ. χαρακτηρισμός καταστάσεων τού δέρματος, όπως είναι οι διάφορες εξελκώσεις, που παρουσιάζουν εκβλαστήσεις οι οποίες θυμίζουν μύκητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύκης, -ητος + -ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.