μυκητοειδής

μυκητοειδής
-ές
1. αυτός που μοιάζει με μύκητα («μυκητοειδείς θηλές τής γλώσσας»)
2. ιατρ. χαρακτηρισμός καταστάσεων τού δέρματος, όπως είναι οι διάφορες εξελκώσεις, που παρουσιάζουν εκβλαστήσεις οι οποίες θυμίζουν μύκητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύκης, -ητος + -ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μυκητώδης — ες 1. αυτός που οφείλεται σε μύκητες («μυκητώδης στοματίτιδα» στοματίτιδα που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη στον βλεννογόνο τού στόματος και τού φάρυγγα λευκωπών πλακών οι οποίες σχηματίζονται από τον μύκητα endomyces candida ή saccharomyces… …   Dictionary of Greek

  • μυκούμαι — μυκοῡμαι, όομαι (Α) [μύκης] (για έλκος) γίνομαι μυκητοειδής, σπογγοειδής …   Dictionary of Greek

  • μύκητας — ο (ΑΜ μύκης, ητος, κατά τον Ησύχ. γεν. και μύκου, ιων. τ. γεν. μύκεω) το μανιτάρι, δηλ., κατά τον σύγχρονο ορισμό του, το ορατό ομπρελόμορφο αναπαραγωγικό τμήμα που φέρει τα σπόρια ορισμένων ειδών τής τάξης αγαρικώδη τών βασιδιομυκήτων νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”